- σῑτολογία
- σῑτο-λογία, ἡ, das Getreidesammeln, das Fouragieren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτολογίᾳ — σῑτολογίαι , σιτολογία collecting of corn fem nom/voc pl σῑτολογίᾱͅ , σιτολογία collecting of corn fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτολογία — ἡ, Α [σιτολόγος] η συγκέντρωση σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, από στρατό σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
σιτολογίας — σῑτολογίᾱς , σιτολογία collecting of corn fem acc pl σῑτολογίᾱς , σιτολογία collecting of corn fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эллинистический Египет — История Древнего Египта Додинастический период 00 · 0 … Википедия
Египет Птолемеев — История Древнего Египта Додинастический период Династический период Раннее царство Древнее царство Первый переходный период Среднее царство Второй переходный период Новое царство Третий переходный период Позднее царство Персидский период… … Википедия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
σιτολόγιον — τὸ, Α [σιτολόγος] η σιτολογία … Dictionary of Greek
σιτολογίαν — σῑτολογίᾱν , σιτολογία collecting of corn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)